ἀκτίνα — ἀκτίνᾱ , ἄκτινος of elder wood fem nom/voc/acc dual ἀκτίνᾱ , ἄκτινος of elder wood fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀκτίνᾱ , ἀκτίνη fem nom/voc/acc dual ἀκτίνᾱ , ἀκτίνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ἀκτῖνα — ἀκτίς ray fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκτινα — ἄκτινος of elder wood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτίνας — ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem gen sg (doric aeolic) ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτῖν' — ἀκτῖνα , ἀκτίς ray fem acc sg ἀκτῖνι , ἀκτίς ray fem dat sg ἀκτῖνε , ἀκτίς ray fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek